Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη

Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη
Βιβλιοθήκη στη Φλωρεντία της Ιταλίας, μία από τις πιο πλούσιες και παλαιότερες της Ευρώπης. Ιδρύθηκε από τον Κόσιμο τον Παλαιό (1389-1464), λειτουργώντας αρχικά ως ιδιωτική βιβλιοθήκη της οικογένειας των Μεδίκων. Εμπλουτίστηκε από τον γιο του Κόσιμο, Πέτρο Μέδικο (1416-1469) και κυρίως από τον ανιψιό του, Λαυρέντιο των Μεδίκων (βλ. λ.). Ο τελευταίος είχε τη δυνατότητα να προσεταιρίζεται ελληνικά χειρόγραφα από τους Βυζαντινούς φυγάδες (μετά την άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς), με τους οποίους διατηρούσε στενές σχέσεις ως ουμανιστής. Οι οικονομικές δυσχέρειες της Αυθεντίας της Φλωρεντίας, στην οποία περιήλθε τελικά η Λ.Β., κατέστησαν αναπόφευκτη την πώληση στην αρχή τμημάτων και αργότερα όλων των συλλογών της σε έντυπα και χειρόγραφα. Κύριοι της βιβλιοθήκης έγιναν σταδιακά οι μοναχοί της μονής του Αγίου Μάρκου, οι οποίοι όμως αναγκάστηκαν με τη σειρά τους να τη μεταπωλήσουν στον καρδινάλιο Γκαλεότο Φραντσιότο (ανιψιό του πάπα Ιουλίου B’), ο οποίος πραγματοποίησε την αγορά για λογαριασμό της οικογένειας των Μεδίκων, που κατείχε αρχικά τη βιβλιοθήκη. Έτσι, η Λ.Β. μεταφέρθηκε στη Ρώμη και στεγάστηκε στο παλάτι των Μεδίκων, ώσπου το 1522 ο καρδινάλιος Ιούλιος των Μεδίκων (αργότερα πάπας Κλήμης Z’) την επανεγκατέστησε στη Φλωρεντία, αναθέτοντας στον Μιχαήλ Άγγελο την κατασκευή του κτιρίου που θα τη στέγαζε, το οποίο και λειτουργεί έως σήμερα. Η Λ.Β. διαθέτει πλουσιότατες συλλογές παλαιογράφων, χαλκογραφιών καθώς και ελληνικών και λατινικών χειρογράφων. Επίσης, διασώζει αξιόλογα δείγματα κειμένων ελληνικής, λατινικής και ιταλικής φιλολογίας (μεταξύ των οποίων αντίγραφα των Πανδεκτών, του ειδυλλίου Δάφνις και Χλόη του Λόγγου, του Δεκαημέρου του Βοκάκιου κ.ά.). Τα επίσημα εγκαίνιά της έγιναν το 1571, οπότε και διέθετε γύρω στους 3.000 κώδικες. Έκτοτε, πλουτίστηκε επανειλημμένα με μεγάλες δωρεές και προσκτήσεις (1808, 1903 κλπ.), κυρίως σε έντυπα και σπάνια ανατολικά χειρόγραφα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… …   Dictionary of Greek

  • λαυρεντιανός — ή, ό (Μ λαυρεντιανός, ή, όν) [Λαυρέντιος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λαυρέντιο («Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη») νεοελλ. φρ. α) «Λαυρεντιανά Όρη» όρη τού Καναδά β) «λαυρεντιανή αύλακα» υποθαλάσσια αύλακα στην ανατολική υφαλοκρηπίδα τής Βόρειας… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ποιητική (τέχνη) — Ο όρος, που σημαίνει «τέχνη του ποιείν», του δημιουργείν, είναι συγχρόνως και ο τίτλος του γνωστού αριστοτέλειου έργου (Περί ποιητικής), το οποίο, αφού έγινε για πρώτη φορά γνωστό στη Δύση από τη λατινική μετάφραση του Τζόρτζιο Βάλα (1498),… …   Dictionary of Greek

  • φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… …   Dictionary of Greek

  • διδακτική ποίηση — Ποιητικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαιότητα και πραγματεύτηκε θέματα τεχνικού ή επιστημονικού περιεχομένου. Οι απαρχές της δ.π., όπως και της επικής, ήταν θρησκευτικές. Ασχολήθηκε με ποικίλα θέματα και είτε αποσκοπούσε στην ηθική… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”